- βοῦς, βοός
- + ὁ N 3/ἡ 98-40-17-23-7=185 Gn 18,7; 33,13; 41,3(bis).4(bis)Ex 20,10; cow Gn 41,4; βόες cattle Lv 1,3; see βοΐδιον
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
βοός — βοῦς bullock masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάμβοος — μελάμβοος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βοος (< βοῦς, βοός)] … Dictionary of Greek
βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
βοεικός — και βοϊκός, ή, όν (Α) ο βόειος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με επίθημα κ κατά τα επίθετα σε κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)] … Dictionary of Greek
βοεύς — βοεύς, ο (Α) σκοινί από δέρμα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) (πρβλ. οχεύς)] … Dictionary of Greek
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek
βοοδμητήρ — ( ῆρος), ο (Α) φρ. «βοοδμητήρ λέων» το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)] … Dictionary of Greek
βοοζύγιον — βοοζύγιον, το (Α) ο ζυγός των βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ζυγόν ή ζυγός] … Dictionary of Greek
βοοκλόπος — βοοκλόπος, ον (AM) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλοπος < κλοπός («κλέφτης») < κλέπτω] … Dictionary of Greek
βοοκτασία — και βουκτασία, η (Α) σφαγή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κτασία < *κτατος < κτείνω «σκοτώνω»] … Dictionary of Greek
βοορραίστης — βοορραίστης, ο (Α) αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»] … Dictionary of Greek